накалиться - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

накалиться - translation to ρωσικά


накалиться      
devenir brûlant
накалиться докрасна - être chauffé ( или être porté) au rouge
накалиться добела - être chauffé ( или être porté) à blanc
страсти накалились перен. - les passions ont été surchauffées
накаляться      
см. накалиться
раскалиться      
см. накалиться

Ορισμός

накалиться
сов.
см. накаливаться.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накалиться
1. Деловые и семейные отношения способны накалиться.
2. Если бы не военные, ситуация здесь могла бы накалиться.
3. На сковороду выльем масло, дадим накалиться и выложим рыбу.
4. Кажущаяся спокойной обстановка может накалиться в любой момент.
5. В противном случае обстановка в коллективе рискует накалиться, а это уже плохо.